Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡ πυρίνη

См. также в других словарях:

  • πυρίνη — πύρινος of fire fem nom/voc sg (attic epic ionic) πῡρίνη , πύρινος of fire fem nom/voc sg (attic epic ionic) πυρίνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίνῃ — πύρινος of fire fem dat sg (attic epic ionic) πῡρίνῃ , πύρινος of fire fem dat sg (attic epic ionic) πυρίνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίνας — πυρίνᾱς , πύρινος of fire fem acc pl πυρίνᾱς , πύρινος of fire fem gen sg (doric aeolic) πῡρίνᾱς , πύρινος of fire fem acc pl πῡρίνᾱς , πύρινος of fire fem gen sg (doric aeolic) πυρίνᾱς , πυρίνη fem acc pl πυρίνᾱς , πυρίνη fem gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Алексакис, Василис — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Алексакис. Василис Алексакис (греч. Βασίλης Αλεξάκης , Афины, 12 декабря 1943)  современный греческий и французский писатель. Содержание 1 Биография …   Википедия

  • αίθοψ — αἶθοψ ( οπος), ο, η (Α) 1. ο όμοιος με φωτιά, πυρώδης, πύρινος 2. (για μέταλλα) αστραφτερός, λαμπερός 3. (για κρασί) σπινθηροβόλος ή αφρώδης 4. (για καπνό) ο ανάμικτος με φλόγες 5. σκοτεινός, σκούρος 6. ορμητικός, βίαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω ή… …   Dictionary of Greek

  • ζάλη — η (ΑΜ ζάλη) σύγχυση, αναστάτωση, στενοχώρια, ψυχική ή πνευματική ταλαιπωρία νεοελλ. μσν. αίσθημα εγκεφαλικής συσκότισης και απώλειας τής ισορροπίας, τάση για λιποθυμία, ίλιγγος, σκοτοδίνη νεοελλ. 1. βύθισμα, λήθαργος («κ είχε θανάτου ζάλη»,… …   Dictionary of Greek

  • λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • περιειρηνικός — ή, ό, Ν φρ. «περιειρηνική ζώνη» ζώνη σεισμικών επικέντρων που περιβάλλει τον Ειρηνικό Ωκεανό, η οποία συνδέεται σε όλη της την έκταση με ηφαίστεια και αποτελεί την πηγή τών 90% τών σεισμών μικρού βάθους και ουσιαστικά όλων τών σεισμών μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • πυρίφλεκτος — ον, Α αυτός που αναδίδει πύρινη φλόγα ή αυτός που λάμπει από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλεκτος, ρηματ. επίθ. τού φλέγω που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. ά φλεκτος, ημί φλεκτος)] …   Dictionary of Greek

  • πυριέθειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για την αστραπή) αυτή που μοιάζει να έχει πύρινη κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + ἔθειρα «κόμη» (πρβλ. δενδρο έθειρα, χρυσο έθειρα)] …   Dictionary of Greek

  • πυριήκης — ίηκες, και πυριηκής, ές, Α αυτός που έχει πύρινη αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + ηκης (< *ἄκος, βλ. λ. ακ ), πρβλ. αμφ ήκης, ξυρ ήκης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»