-
1 πῡρίνη
-
2 πυρίνη
-
3 πῡρίνη
πῡρίνη, ἡ, der harte Kern der Oliven -
4 πυρίνη
πύρινοςof fire: fem nom /voc sg (attic epic ionic)πῡρίνη, πύρινοςof fire: fem nom /voc sg (attic epic ionic)πυρίνηfem nom /voc sg (attic epic ionic)——————πύρινοςof fire: fem dat sg (attic epic ionic)πῡρίνῃ, πύρινοςof fire: fem dat sg (attic epic ionic)πυρίνηfem dat sg (attic epic ionic) -
5 πυρίνῃ
Βλ. λ. πυρίνη -
6 πυρίνας
πυρίνᾱς, πύρινοςof fire: fem acc plπυρίνᾱς, πύρινοςof fire: fem gen sg (doric aeolic)πῡρίνᾱς, πύρινοςof fire: fem acc plπῡρίνᾱς, πύρινοςof fire: fem gen sg (doric aeolic)πυρίνᾱς, πυρίνηfem acc plπυρίνᾱς, πυρίνηfem gen sg (doric aeolic) -
7 πῡρίνιον
-
8 ὠμή-λυσις
-
9 πυρίναις
πύρινοςof fire: fem dat plπῡρίναις, πύρινοςof fire: fem dat plπυρίνηfem dat pl -
10 πυρίναν
πυρίνᾱν, πύρινοςof fire: fem acc sg (doric aeolic)πῡρίνᾱν, πύρινοςof fire: fem acc sg (doric aeolic)πυρίνᾱν, πυρίνηfem acc sg (doric aeolic) -
11 πυρίνην
πύρινοςof fire: fem acc sg (attic epic ionic)πῡρίνην, πύρινοςof fire: fem acc sg (attic epic ionic)πυρίνηfem acc sg (attic epic ionic) -
12 πυρίνης
πύρινοςof fire: fem gen sg (attic epic ionic)πῡρίνης, πύρινοςof fire: fem gen sg (attic epic ionic)πυρίνηfem gen sg (attic epic ionic) -
13 πύριναι
πύρινοςof fire: fem nom /voc plπύ̱ριναι, πύρινοςof fire: fem nom /voc plπυρίνηfem nom /voc pl -
14 γράστις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γράστις
-
15 δοκίς
A plank, Hp.Fract.13, X.Cyn.9.15, IG11.287A24 (Delos, iii B. C.). -
16 πάλη
A wrestling, Il.23.635;ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν Od. 8.206
:κρατέων πάλα Pi.O.8.20
;νικᾶν πυγμὴν καὶ π. E.Alc. 1031
. cf. Hp.Acut.(Sp.) 62, Th.1.6, Pl.Lg. 795b, Plu.2.638d, Antyll. ap. Orib. 6.28.3;τίνα π. ἐμάνθανες
;Ar.
Eq. 1238; παίδων, ἐφήβων νεωτέρων, μέσων, πρεσβυτέρων, ἀνδρῶν π., SIG 959 ([place name] Chios), cf. IG5(2).549.16,30 (Lycosura, iv B. C.), etc.2 generally, fight, battle,ἅπτειν πάλην τινί A.Ch. 866
(anap.);π. δορός E.Heracl. 159
.------------------------------------A the finest meal,π. ἀλφίτου Hp.Mul.1.64
, cf. Ruf.Ren.Ves.6.7, Arching. ap. Gal.12.791;π. πυρίνη Lycus
ap. Orib.9.51.1;νάρθηκος πάλαι Zopyr.
ap. eund.14.61.1.2 any fine dust,ἀνέπλησα τὠφθαλμὼ πάλης φυσῶν τὸ πῦρ Pherecr.60
, cf. Hsch. (Cf. Lat. pollen, pulvis.) -
17 πύρινος
A of fire, fiery, , cf. GC 326a31; εἰ.. ὁ ἀὴρ μὴ πῦρ, ἀλλὰ π. Id.Metaph. 1049a26; ;δοκίς D.S.15.50
;θώρακες Apoc.9.17
;π. κλῇθρα PMag.Par.1.589
; π. νύμφαι hot springs, AP14.52; π. φάρμακον fiery drug, prob. arsenic, Maria ap.Zos.Alch.p.201 B.II metaph., π. πόλεμος bitter, obstinate war, Plb.35.1.6, D.S.31.40.2 π. ἀσπαστικόν fiery greeting, PMag.Par.1.638.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πύρινος
-
18 ὠμήλυσις
A bruised meal of raw corn, esp. barley or wheat (hence with κριθίνη or πυρίνη added), used for poultices, Hp.Morb. 2.31, Nat.Mul.27, Gal.10.282, 19.156; applied without water, Id.12.863; written divisim,μετὰ ὠμῆς λύσεως Dsc.3.24
, Arching. ap. Gal.12.675, Gp.14.7.7. (Compd. of ὠμός and Αλῠσις 'grinding', cf. ἄλεσις, ἀλέω, ἄλευρον, and foreg.; also perh. OE. ealu 'ale':—the form ὠμῆς λύσεως by popular etymology: .)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠμήλυσις
-
19 ὠμήλυσις
См. также в других словарях:
πυρίνη — πύρινος of fire fem nom/voc sg (attic epic ionic) πῡρίνη , πύρινος of fire fem nom/voc sg (attic epic ionic) πυρίνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνῃ — πύρινος of fire fem dat sg (attic epic ionic) πῡρίνῃ , πύρινος of fire fem dat sg (attic epic ionic) πυρίνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνας — πυρίνᾱς , πύρινος of fire fem acc pl πυρίνᾱς , πύρινος of fire fem gen sg (doric aeolic) πῡρίνᾱς , πύρινος of fire fem acc pl πῡρίνᾱς , πύρινος of fire fem gen sg (doric aeolic) πυρίνᾱς , πυρίνη fem acc pl πυρίνᾱς , πυρίνη fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Алексакис, Василис — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Алексакис. Василис Алексакис (греч. Βασίλης Αλεξάκης , Афины, 12 декабря 1943) современный греческий и французский писатель. Содержание 1 Биография … Википедия
αίθοψ — αἶθοψ ( οπος), ο, η (Α) 1. ο όμοιος με φωτιά, πυρώδης, πύρινος 2. (για μέταλλα) αστραφτερός, λαμπερός 3. (για κρασί) σπινθηροβόλος ή αφρώδης 4. (για καπνό) ο ανάμικτος με φλόγες 5. σκοτεινός, σκούρος 6. ορμητικός, βίαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω ή… … Dictionary of Greek
ζάλη — η (ΑΜ ζάλη) σύγχυση, αναστάτωση, στενοχώρια, ψυχική ή πνευματική ταλαιπωρία νεοελλ. μσν. αίσθημα εγκεφαλικής συσκότισης και απώλειας τής ισορροπίας, τάση για λιποθυμία, ίλιγγος, σκοτοδίνη νεοελλ. 1. βύθισμα, λήθαργος («κ είχε θανάτου ζάλη»,… … Dictionary of Greek
λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… … Dictionary of Greek
περιειρηνικός — ή, ό, Ν φρ. «περιειρηνική ζώνη» ζώνη σεισμικών επικέντρων που περιβάλλει τον Ειρηνικό Ωκεανό, η οποία συνδέεται σε όλη της την έκταση με ηφαίστεια και αποτελεί την πηγή τών 90% τών σεισμών μικρού βάθους και ουσιαστικά όλων τών σεισμών μεγάλου… … Dictionary of Greek
πυρίφλεκτος — ον, Α αυτός που αναδίδει πύρινη φλόγα ή αυτός που λάμπει από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλεκτος, ρηματ. επίθ. τού φλέγω που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. ά φλεκτος, ημί φλεκτος)] … Dictionary of Greek
πυριέθειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για την αστραπή) αυτή που μοιάζει να έχει πύρινη κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + ἔθειρα «κόμη» (πρβλ. δενδρο έθειρα, χρυσο έθειρα)] … Dictionary of Greek
πυριήκης — ίηκες, και πυριηκής, ές, Α αυτός που έχει πύρινη αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + ηκης (< *ἄκος, βλ. λ. ακ ), πρβλ. αμφ ήκης, ξυρ ήκης] … Dictionary of Greek